διπλός

διπλός
-ή, -ό (AM διπλοῡς, -ῆ, -οῡν και διπλός, -ή, -όν
Α και διπλόος, -η, -ον
θηλ. και διπλέη)
1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο»)
2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή χλαίνα, κουβέρτα»)
3. αυτός που αποτελείται από δύο ίδια μέρη («παίει... μάστιγι διπλῇ», «διπλή σιδηροδρομική γραμμή»)
4. διφορούμενος, αυτός που εμφανίζεται με δύο διαφορετικές μορφές
5. το συγκριτικό διπλότερος (με γεν.)
α) διπλάσιος από άλλον στον χώρο, το βάρος, την έκταση ή ένταση
β) μεγαλύτερος, χειρότερος κ.λπ. («διπλότερον ὑμῶν βλασφημοῡσιν»)
6. αυτός που γίνεται δύο φορές («συμβόλαιο εις διπλούν»)
νεοελλ.
1. έντονος, ισχυρός, εξαιρετικός («διπλός καημός»)
2. φρ. «διπλό κρεβάτι, σεντόνι, κουβέρτα κ.λπ.» — για δύο
3. το ουδ. ως ουσ. το διπλό
α) (για νόμισμα) δίδραχμο
β) (για κυνηγετικό όπλο) δίκαννο
4. φρ. α) «τά βλέπει διπλά» — είναι εντελώς μεθυσμένος
β) «και τού χρόνου διπλός» — ευχή σε άγαμο να παντρευτεί γρήγορα
γ) «έγινε διπλός» — πάχυνε υπερβολικά
δ) «διπλά και τρίδιπλα» — πλουσιοπάροχα, άφθονα, περισσά
μσν.
«διπλῆ γνώμη» — διγνωμία
αρχ.-μσν.
διπλή*
αρχ.
1. κυρτωμένος, καμπουριασμένος
2. αυτός που επαναλαμβάνεται δύο φορές
3. αμοιβαίος
4. στον πληθ. δύο
5. αυτός που ασχολείται με δύο πράγματα
6. (για σπίτι) διώροφο
7. (ως επίρρ.) «διπλῷ» ή «διπλῂ» — διπλά, δυο φορές, κι απ' τα δυο μέρη
8. για πυρετό που προκαλεί παροξυσμούς σε ορισμένο χρόνο
9. το θηλ. ως ουσ. α) η διπλή
διπροσωπία, δολιότητα
β) σημάδι στο περιθώριο χειρογράφων (> - > < - <) για να δηλωθεί διάφορη γραφή, αθέτηση στίχου κ.λπ. και στα δραματικά κείμενα αλλαγή προσώπου
γ) είδος χορού
δ) διπλοΐς
10. το ουδ. ως ουσ. τὸ διπλοῡν
δοχείο όπου ψήνουν φάρμακα
11. (φρ. «διπλὰ ονόματα» — σύνθετες λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. απλός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διπλός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλός — ή, ό επίρρ. ά 1. διπλάσιος: Αυτή τη φορά πλήρωσα τα διπλά χρήματα. 2. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη: Χάραξε διπλή γραμμή. 3. διπλωμένος: Ρίξε μου διπλή την κουβέρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλά — διπλός neut nom/voc/acc pl διπλά̱ , διπλός fem nom/voc/acc dual διπλά̱ , διπλός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλότερον — διπλός adverbial comp διπλός masc acc comp sg διπλός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλιάζω — [διπλός] 1. διπλασιάζω 2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός 3. κάνω ζάρες, τσακίσεις 4. διπλώνομαι, ζαρώνω …   Dictionary of Greek

  • διπλόν — διπλός masc acc sg διπλός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλαῖσι — διπλός fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλαί — διπλός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλοῖσι — διπλός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) διπλόω repeat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) διπλόω repeat pres subj act 3rd sg (epic) διπλόω repeat pres ind act 3rd pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλοῖσιν — διπλός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) διπλόω repeat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) διπλόω repeat pres subj act 3rd sg (epic) διπλόω repeat pres ind act 3rd pl (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”